αγηραντος

αγηραντος
    ἀγήραντος
    2
    Anth. = ἀγήραος См. αγηραος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αγηραντος" в других словарях:

  • αγήραντος — ἀγήραντος, ον (Α) ο ἀγήρατος* …   Dictionary of Greek

  • ἀγήραντος — masc/fem nom sg ἀγήραος ageless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγήραντον — ἀγήραντος masc/fem acc sg ἀγήραντος neut nom/voc/acc sg ἀγήραος ageless masc/fem acc sg ἀγήραος ageless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγηράντου — ἀγήραντος masc/fem/neut gen sg ἀγήραος ageless masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγηράντους — ἀγήραντος masc/fem acc pl ἀγήραος ageless masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»